- στερήσιμος
- στερ-ήσιμος, ον,A liable to confiscation,
τὸ πλοῖον σ. ἔστω POxy.36 ii 11
(ii/iii A.D.); also [full] στερέσιμος (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ πλοῖον σ. ἔστω POxy.36 ii 11
(ii/iii A.D.); also [full] στερέσιμος (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερήσιμος — και στερέσιμος, ον, Α [στέρησις / στέρεσις] 1. αυτός που υπόκειται σε αφαίρεση, σε απόσπαση 2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να στερηθεί 3. (το ουδ. τού τ. στερέσιμος ως ουσ.) τὸ στερέσιμον πρόστιμο που επιβαλλόταν ως ποινή … Dictionary of Greek
στερέσιμος — η, ον, Α βλ. στερήσιμος … Dictionary of Greek